- ευσέβεια
- ηεκδήλωση σεβασμού προς κάτι το ιερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐσεβεία — εὐσεβείᾱ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβείᾳ — εὐσεβείᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐσέβεια — patrons of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσέβεια — reverence towards the gods fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… … Dictionary of Greek
εὐσεβείας — εὐσεβείᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc pl εὐσεβείᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβείαι — εὐσεβείᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβίαι — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑσέβεια — εὐσέβεια , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβειῶν — εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)